- Ἀρίγνωτον
- Ἀρίγνωτοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρίγνωτον — ἀρίγνωτος easy to be known masc acc sg ἀρίγνωτος easy to be known neut nom/voc/acc sg ἀρίγνωτος easy to be known masc/fem acc sg ἀρίγνωτος easy to be known neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek